- εὔγονος
- εὔγονοςproductivemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύγονος — εὔγονος, ον (Α) 1. ο παραγωγικός, ο γόνιμος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγονον η παραγωγική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γόνος] … Dictionary of Greek
εὐγόνως — εὔγονος productive adverbial εὔγονος productive masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔγονον — εὔγονος productive masc/fem acc sg εὔγονος productive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγονώ — εὐγονώ, έω (Α) [εύγονος] είμαι γόνιμος, εύγονος («πρόβατα γάρ... εὐγονοῡντα πάλιν ὁρμᾷ πρὸς κύησιν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
αυτόγονος — αὐτόγονος, ον (Α) αυτογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γονος < γίγνομαι (πρβλ. εύγονος, κακόγονος, πρωτόγονος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ευγονία — η (ΑΜ εὐγονία) [εύγονος] νεοελλ. η απόκτηση υγιών απογόνων αρχ. μσν. γονιμότητα, ευφορία … Dictionary of Greek
ευγονική — Κλάδος της βιολογίας, ο οποίος μελετά την κληρονομικότητα, τις μεθόδους βελτίωσης των γενετικών χαρακτηριστικών, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρεμποδιστεί η μετάδοση κληρονομικών νόσων στις μελλοντικές γενεές. Σκοπός της… … Dictionary of Greek